ἀκρόπτολις
From LSJ
Μηδέν ποτε κοινοῦ τῇ γυναικὶ χρήσιμον → Utile communicato mulieri nihil → Nie teile etwas Wertvolles mit deiner Frau
English (LSJ)
ἡ, poet. for ἀκρόπολις, q.v.
German (Pape)
[Seite 84] poet. für -πολις, z. B. Aesch. Sept. 222.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκρόπτολις: ἡ, ποιητ. ἀντὶ ἀκρόπολις.
Spanish (DGE)
v. ἀκρόπολις.
Greek Monolingual
ἀκρόπτολις (-εως), η (Α)
ποιητικός τύπος αντί ακρόπολις.
Greek Monotonic
ἀκρόπτολις: ἡ, ποιητ. αντί ἀκρόπολις.