ακύρωση
From LSJ
τῇ διατάξει σου διαμένει ἡ ἡμέρα ὅτι τὰ σύμπαντα δοῦλα σά → the day continues by thy arrangement; for all things are thy servants
Greek Monolingual
η (Α ἀκύρωσις)
αφαίρεση του κύρους, κατάργηση, αθέτηση.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀκυρῶ (-ώνω).
ΠΑΡ. νεοελλ. ακυρώσιμος].