ἀκροτομία
From LSJ
Οὐδεὶς ἀνίας χρήματα δοὺς ἐπαύσατο → Nullum e maerore exemit data pecunia → Mit Geld hat keiner noch beendet eine Qual
English (LSJ)
A rupes, Gloss.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ escarpadura, lugar abrupto, Gloss.3.435.
Greek Monolingual
η ακρότομος
1. το κόψιμο τών άκρων
2. ο απόκρημνος βράχος.