ακρόαμα

From LSJ
Revision as of 22:55, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123

Greek Monolingual

το (Α ἀκρόαμα)
αυτό που ακούει κανείς (κυρίως για ευχαρίστηση, μουσικό κομμάτι ή απαγγελία
αρχ.
στον πληθ. τὰ ἀκροάματα
αυτά που απαγγέλλουν ή τραγουδούν, κυρίως κατά τη διάρκεια δείπνου ή συμποσίου.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀκροῶμαι.
ΠΑΡ. ακροαματικός
νεοελλ.
ακροαματισμός, ακρομάζομαι].