ἀλακάτα
From LSJ
ἀναπηδῶσιν πάντες ἐπ' ἔργον → everyone jumps up from bed to work, everyone jumps up to work
ἀναπηδῶσιν πάντες ἐπ' ἔργον → everyone jumps up from bed to work, everyone jumps up to work
ἀλακάτα: ἡ Δωρ. ἀντὶ ἠλακάτη.
dor. c. ἠλακάτη.
v. ἠλακάτη.
ἀλακάτα, η (Α)
δωρ. τ. αντί του ἠλακάτη
στη Μυκην. η λ. μαρτυρείται έμμεσα με το παράγωγο ἀλακάτεια.
ἀλακάτα: ἡ, Δωρ. αντί ἠλακάτη.