ακτοφύλακας

From LSJ
Revision as of 23:00, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu

Menander, Monostichoi, 198

Greek Monolingual

(και ακτοφύλαξ, -ακος), ο
1. φύλακας, φρουρός της ακτής
2. αυτός που ανήκει στη δύναμη της ακτοφυλακής.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ακτή + φύλακας].