αλληλογραφία
From LSJ
λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk
Greek Monolingual
η (Μ ἀλληλογραφία)
νεοελλ.
1. ανταλλαγή επιστολών ή εγγράφων, έγγραφη ανταπόκριση
2. το σύνολο τών επιστολών ή εγγράφων που ανταλλάχθηκαν με κάποιον
μσν.
(στους ποιητές) η στιχομυθία
«λόγοι ἀμοιβαῖοι παρὰ τοῖς ποιηταῖς, ἐν οἷς τὰ πρόσωπα στοιχηρῶς ἢ καὶ ἄλλως συντομώτερον πρὸς ἄλληλα φθέγγονται, ὅπερ καὶ ἀλληλογραφία λέγεται» (Ευστάθιος 55, 39).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀλληλογράφος < ἀλληλο- + -γράφος (< γράφω)].