ἀλώφητος
γεγόναμεν γὰρ πρὸς συνεργίαν ὡς πόδες, ὡς χεῖρες, ὡς βλέφαρα, ὡς οἱ στοῖχοι τῶν ἄνω καὶ κάτω ὀδόντων. τὸ οὖν ἀντιπράσσειν ἀλλήλοις παρὰ φύσιν → we are all made for mutual assistance, as the feet, the hands, and the eyelids, as the rows of the upper and under teeth, from whence it follows that clashing and opposition is perfectly unnatural
English (LSJ)
ον, (λωφάω)
A unremitting, Plu.Fab.23, AP5.254.12 (Paul. Sil.).
German (Pape)
[Seite 113] ohne Erholung oder Pause, ἀγῶνες Plut. Fab. 23; ἐρωμανίη Paul. Sil. 7 (V, 255).
Greek (Liddell-Scott)
ἀλώφητος: -ον, (λωφάω) ἀδιάλειπτος, συνεχής, Πλουτ. Φάβ. 23.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui ne cesse pas.
Étymologie: ἀ, λωφάω.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [ᾰ-]
1 que no cede, que no cesa ἀγῶνες Plu.Fab.23, ἐρωμανίη AP 5.255 (Paul.Sil.), ἔπινον ἀλωφήτου χύσιν οἴνου Nonn.D.13.267, δεῖπνον Nonn.D.20.6, ἀλωφήτων ἀπὸ τόξων Nonn.D.22.345, cf. Plu.2.1005c.
2 perdurable, eterno τιμή Nonn.Par.Eu.Io.10.10, αἰών Nonn.Par.Eu.Io.12.25, θεσμός Nonn.Par.Eu.Io.15.9, κέλευθοι Io.Gaz.1.139.
Greek Monolingual
ἀλώφητος και -φοτος, -ον (Α) λωφῶ
αυτός που δεν λουφάζει, δεν ησυχάζει, συνεχής, αδιάκοπος.
Greek Monotonic
ἀλώφητος: -ον (λωφάω), αδιάλειπτος, συνεχής, σε Πλούτ.