δι' ἐρημίας πολεμίων πορευόμενος → he marched on without finding any enemy, his route lay through a country bare of enemies
ο1. αλωνιστής2. αλωνιάρης.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αλώνι + παραγ. κατάληξη -ιάτης.ΠΑΡ. νεοελλ. αλωνιάτικο].