αμίς
From LSJ
ἐγώ εἰμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου· ὁ ἀκολουθῶν μοι οὐ μὴ περιπατήσῃ ἐν τῇ σκοτίᾳ ἀλλ' ἕξει τὸ φῶς τῆς ζωῆς → I am the light of the world; he that followeth me shall not walk in darkness but shall have the light of life (John 8:12)
Greek Monolingual
ἀμίς (-ίδος), η (Α)
ουροδοχείο.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄμη. Απαντά και τ. ἁμὶς < ἅμη, ἄμη).
ΠΑΡ. αρχ. ἀμίδιον.