Οὔκ ἔστιν οὕτω μῶρος ὃς θανεῖν ἐρᾷ → No one is so foolish that they wish to die
ἀμμόδρομος, ο (Α)1. δρόμος επάνω σε αμμώδες έδαφος2. στα Αρχαία ειδικότερα για δρόμο όπου διεξάγονταν ιπποδρομίες.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄμμος + δρόμος.