αμυγδαλόψιχα
From LSJ
Ὡς ἡδὺ δούλῳ δεσπότου χρηστοῦ τυχεῖν → Quam dulce servo lenem herum nanciscier → Wie froh macht einen Sklaven doch ein guter Herr
και μυγδαλόψιχα, η
η ψίχα, ο φαγώσιμος καρπός του αμύγδαλου που βρίσκεται μέσα στο κέλυφος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αμύγδαλο + ψίχα].