αμφίμακρος

From LSJ
Revision as of 23:30, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")

αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)

Source

Greek Monolingual

-η -ο (Α ἀμφίμακρος, -ον)
1. ο μακρός και από τις δύο πλευρές
2. (στη Μετρική) «ποὺς» μακρός στην πρώτη και τρίτη συλλαβή [π. χ. Οιδίπους (-υ-)], που έχει την ιδιαίτερη ονομασία Κρητικός (αντίθ. αμφίβραχυς)].
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀμφι- + μακρός.