ανόρθωση
From LSJ
Πενίαν φέρειν καὶ γῆράς ἐστι δύσκολον → Tolerare inopiam cum senectute arduum est → Im Alter Armut zu ertragen ist gar schwer
Greek Monolingual
η (AM ἀνόρθωσις)
1. ανοικοδόμηση, αναστήλωση («ἀνόρθωσις τών τειχῶν»)
2. επανόρθωση, βελτίωση, αποκατάσταση («ανόρθωση της οικονομίας», «Χαῖρε ἀνόρθωσις τών ανθρώπων»)
νεοελλ.
η μετατροπή του εναλλασσόμενου ρεύματος σε συνεχές.