ἀντεπιμέλλω
From LSJ
English (LSJ)
A v.l. for ἀντιμέλλω (q.v.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀντεπιμέλλω: ἴδε ἐν λ. ἀντιμέλλω.
Greek Monolingual
ἀντεπιμέλλω (Α)
καιροφυλακτώ εναντίον κάποιου που καιροφυλακτεί εναντίον μου.
Full diacritics: ἀντεπιμέλλω | Medium diacritics: ἀντεπιμέλλω | Low diacritics: αντεπιμέλλω | Capitals: ΑΝΤΕΠΙΜΕΛΛΩ |
Transliteration A: antepiméllō | Transliteration B: antepimellō | Transliteration C: antepimello | Beta Code: a)ntepime/llw |
A v.l. for ἀντιμέλλω (q.v.).
ἀντεπιμέλλω: ἴδε ἐν λ. ἀντιμέλλω.
ἀντεπιμέλλω (Α)
καιροφυλακτώ εναντίον κάποιου που καιροφυλακτεί εναντίον μου.