άξεστος
From LSJ
ἐκ Χάεος δ' Ἔρεβός τε μέλαινά τε Νὺξ ἐγένοντο... (Hesiod's Theogony 123) → From Chasm, Erebos and black Night came to be...
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἄξεστος, -ον)
1. ακατέργαστος, απελέκητος («ἄξεστος λίθος», Σοφοκλής)
2. μτφ. τραχύς, αδέξιος, ακαλλιέργητος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < α- στερ. + ξεστός < ξέω].