ἀντιπρήσσω
From LSJ
ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → sleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)
German (Pape)
[Seite 259] ion. = ἀντιπράσσω, Her. 1, 92.
French (Bailly abrégé)
ion. c. ἀντιπράσσω.
Greek Monolingual
ἀντιπρήσσω (Α)
βλ. αντιπράσσω.
Russian (Dvoretsky)
ἀντιπρήσσω: ион. = ἀντιπράσσω.