ὑπεισέρχομαι
English (LSJ)
A enter upon secretly, λαθὸν ὑπεισῆλθεν τὸ γῆρας, v.l. for ὑπῆλθεν, came on me unawares, Pl.Ax.367b; πάντως ἂν οἶκτος αὐτὸν ὑπεισῆλθε pity would have stolen over him, Lib.Decl.6.38 (v.l. ὑπῆλθε). 2 come into one's mind, Luc.Merc.Cond.11. 3 enter instead, be substituted, τῶν συμφώνων τούτων, ἃ ὑπεισέρχεται εἰς τὸν τόπον τούτου the consonants which are substituted for it, Dosith. p.385 K. 4 enter a body in one's turn, εἰς τοὺς ἐμοὺς ἀνθρώπους PGiss.40i6 (iii A. D.); succeed to office, βουλευτικὸν φρόντισμα PSI6.684.4 (iv/v A. D.). II slip into, assume, πρᾶον σχῆμ' ὑπεισελθών Men.689.
German (Pape)
[Seite 1185] (s. ἔρχομαι), darunter od. heimlich hineinkommen, beschleichen; εἶτα λαθὸν ὑπεισῆλθε τὸ γῆρας Plat. Ax. 367 b; – bes. von Gemüthsstimmungen, ὑπεισέρχεταί με δέος, ἔλεος, Furcht, Mitleid beschleicht mich, Luc. de merc. cond. 11. 16; vgl. Schäf. Greg. Cor. p. 375 u. Jacobs Ach. Tat. p. 995.