ἀποστραγγίζω
From LSJ
Ἔστιν τὸ τολμᾶν, ὦ φίλ', ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → Amice, non sapientis es res temeritas → Leichtsinn, mein Freund, passt nicht zu einem weisen Mann
English (LSJ)
A check, Theol.Ar.49 (Pass.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀποστραγγίζω: «ξεστραγγίζω», παύω, Θεολ. Ἀριθμ. 49Α.
Greek Monolingual
(ΑΜ ἀποστραγγίζω)
εξουδετερώνω, εξουθενώνω
νεοελλ.
στραγγίζω κάτι εντελώς.