αποφράζω
From LSJ
Φεῦγ' ἡδονὴν φέρουσαν ὕστερον βλάβην → Procul voluptas sit ea, quam excipit dolor → Lass nicht auf Lust dich ein, die später Schaden bringt
Greek Monolingual
κ. αποφράσσω (AM ἀποφράσσω, Α κ. ἀποφράττω κ. ἀποφράγνυμι, κ. ἀποφραγνύω
κλείνω, φράζω εντελώς
νεοελλ.
(-σσω)
ανοίγω κάτι φραγμένο, ξεβουλλώνω.