ἀρτιμελής
English (LSJ)
ές,
A sound of limb, Pl.R.536b, Sor.1.3, D.C.69.20; perfect in all members, τέχναι Them.Or.26.316c.
German (Pape)
[Seite 362] (μέλος), ές, von graden, gefunden Gliedern, Plat. Rep. VII, 536 b; θύματα Poll. 1, 29.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρτιμελής: -ές, ὁ ἄρτια ἔχων τὰ μέλη, ἀκέραια δηλ., Πλάτ. Πολ. 536Β.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
aux membres bien conformés.
Étymologie: ἄρτι, μέλος.
Spanish (DGE)
-ές
perfectamente conformado en cuanto a los miembros ἀρτιμελεῖς καὶ ἀρτίφρονες Pl.R.536b, cf. D.C.69.20.3, Sor.4.16, ἀρτιμελεστέραν· ὑγιεστέραν, ἐντιμοτέραν Hsch.
•de abstr. completo en todas sus partes τέχναι Them.Or.26.316c.
Greek Monolingual
-ές (AM ἀρτιμελής, -ές)
αυτός που έχει άρτια, ακέραια τα μέλη του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρτι- + -μελής < μέλος (πρβλ. ολομελής, πολυμελής)].
Greek Monotonic
ἀρτιμελής: -ές (μέλος), ακέραιος, άρτιος στα μέλη του σώματος, σε Πλάτ.