ατμοσφαιρικός

From LSJ
Revision as of 11:20, 23 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἰσχυρότερον δέ γ' οὐδέν ἐστι τοῦ λόγου → Oratione nulla vis superior → Nichts ist gewiss gewaltiger als die Vernunft | Nichts ist gewiss gewalt'ger als der Rede Kraft

Menander, Monostichoi, 258

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. ο σχετικός με την ατμόσφαιρα, αυτός που υπάρχει ή ανήκει σ' αυτήν ή προέρχεται από αυτήν
2. φρ. α) «ατμοσφαιρικά παράσιτα» — φυσικά παρασιτικά κύματα που παράγονται από ηλεκτρικές διαταραχές της ατμόσφαιρας
β) «ατμοσφαιρική πίεση» — πίεση που ασκεί ο ατμοσφαιρικός αέρας στα σώματα με τα οποία έρχεται σε επαφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ατμόσφαιρα
πρβλ. αγγλ. atmospheric(al). Η λ. μαρτυρείται από το 1728 στον μητροπολίτη Αθηνών Μελέτιο].