βακέτα

From LSJ
Revision as of 07:07, 10 December 2023 by Spiros (talk | contribs)

ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat

Source

Greek Monolingual

η
1. κατεργασμένο δέρμα μικρού μοσχαριού
2. υποδήματα από βακέτα
3. νεάζουσα γερασμένη γυναίκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. vacchetta «δαμάλι», υποκορ. του vacca «αγελάδα»].

Translations

calfskin

Czech: teletina; Galician: becerro; German: Kalbsleder, Kalbfell; Greek: δέρμα μοσχαριού, τελατίνι, βακέτα; Anciet Greek: μοσχῆ, μόσχειον; Irish: craiceann lao; Manx: crackan lheiy; Russian: телячья кожа; Spanish: becerro