βάνδαλος

From LSJ
Revision as of 08:35, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ὀδοῦσι καὶ ὄνυξι καὶ πάσῃ μηχανῇ → tooth and nail | tooth, fang, and claw | in every possible way | by hook or by crook

Source

Greek Monolingual

ο
1. εκείνος που ανήκει στο βανδαλικό έθνος
2. αγροίκος, ακαλαίσθητος, που καταστρέφει έργα τέχνης, βάρβαρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στα Ελληνικά ξεν. όρου
πρβλ. αγγλ. Vandal < λατ. Vandalus < (γερμ.) Wandaĭ- «Βάνδαλος». Οι Βάνδαλοι, γερμανικός λαός, έμειναν ονομαστοί στην ιστορία για τις βαρβαρότητες και τις καταστροφές των μνημείων τέχνης στις οποίες προέβησαν σε όσες περιοχές εισέβαλαν κατά τον 4ο και 5ο μ.Χ. αιώνα, και ιδιαίτερα στη Ρώμη, γι' αυτό και ο όρος βάνδαλος ταυτίστηκε με τη σημασία του «καταστροφέα, βαρβάρου, αγροίκου»].