ἐν πίθῳ ἡ κεραμεία γιγνομένη → trying to run before you can walk, the potter's art starting on a big jar
Full diacritics: βιβλάριον | Medium diacritics: βιβλάριον | Low diacritics: βιβλάριον | Capitals: ΒΙΒΛΑΡΙΟΝ |
Transliteration A: biblárion | Transliteration B: biblarion | Transliteration C: vivlarion | Beta Code: bibla/rion |
τό, = foreg., PLille1.7.7 (iii B. C.), AP11.78 (Lucill.).
[Seite 444] τό, dim. zu βιβλίον, Büchlein, Lucill. 18 (XI, 78).
βιβλάριον, το (Α)
μικρό βιβλίο.
βιβλάριον: τό, υποκορ. του βίβλος, σε Ανθ.· βιβλαρίδιον, σε Καινή Διαθήκη