γκαρνταρόμπα

From LSJ
Revision as of 08:31, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Γέρων ἐραστὴς ἐσχάτη κακὴ τύχη → Senex amator ultimum infortunium → Das größte Unglück ist ein greiser Liebhaber

Menander, Monostichoi, 90

Greek Monolingual

η
1. χώρος όπου φυλάσσονται τα ενδύματα, βεστιάριο
2. το σύνολο τών ενδυμάτων ενός ατόμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. guarda - roba (πρβλ. γαλλ. garderobe)].