γράπτης

From LSJ
Revision as of 14:20, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

ἔξαψις σφοδρὰ μετὰ πολλῆς βίας πίπτουσα ἐπὶ γῆς → a violent flare-up falling on the ground with great force, thunder and lightning

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γράπτης Medium diacritics: γράπτης Low diacritics: γράπτης Capitals: ΓΡΑΠΤΗΣ
Transliteration A: gráptēs Transliteration B: graptēs Transliteration C: graptis Beta Code: gra/pths

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A wrinkled, Eust.633.56.

German (Pape)

[Seite 505] ὁ, der Runzeln hat, Eust.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ arruga Eust.633.56.

• Etimología: Deriv. de γράφω q.u.

Greek Monolingual

ο (Μ)
αυτός που έχει ρυτίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος σημασιολογικά τ. του γράπις, που μαρτυρείται στον Ευστάθιο. Το γράπτης θεωρήθηκε παράγωγο του γράφω «χαράζω (γραμμή)»].