δαίτης
From LSJ
καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)
English (LSJ)
ου, ὁ,
A priest who divided the victims, E.Fr.472.12.
Greek Monolingual
δαίτης, ο (Α)
ο ιερέας που κομματιάζει τα σφάγια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δαίομαι (βλ. δαίω ΙΙ).
ΣΥΝΘ. γεωδαίτης
αρχ.
αγριοδαίτης, ισοδαίτης, κρεοδαίτης, κρεωδαίτης, λαγοδαίτης, ξενοδαίτης, συνδαίτης, τεκνοδαίτης, χρηματοδαίτης.