δασύπρωκτος

From LSJ
Revision as of 15:51, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")

τίς δ' οἶδεν εἰ τὸ ζῆν μέν ἐστι κατθανεῖν, τὸ κατθανεῖν δὲ ζῆν κάτω νομίζεται → who knows if life is death, and if in the underworld death is considered life

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δᾰσῠπρωκτος Medium diacritics: δασύπρωκτος Low diacritics: δασύπρωκτος Capitals: ΔΑΣΥΠΡΩΚΤΟΣ
Transliteration A: dasýprōktos Transliteration B: dasyprōktos Transliteration C: dasyproktos Beta Code: dasu/prwktos

English (LSJ)

ον,

   A rough-bottomed, Pl.Com.3.

German (Pape)

[Seite 524] mit rauchem Hintern, Plat. com. bei Ath. X, 456 a.

Greek (Liddell-Scott)

δᾰσύπρωκτος: -ον, ὁ δασὺν ἔχων πρωκτόν, Πλάτ. Κωμ. Ἀδων. 1.

Spanish (DGE)

(δᾰσύπρωκτος) -ον
de culo velludo ὦ Κινύρα, βασιλεῦ Κυπρίων, ἀνδρῶν δασυπρώκτων Pl.Com.3, Hsch.s.u. σακκινόσυκοι, Sud.s.u. Μελαμπύγου, Gloss.2.266.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α δασύπρωκτος, -ον)
όποιος έχει τριχωτό πρωκτό
νεοελλ.
1. το αρσ. ως ουσ. μικρό τρωκτικό Θηλαστικό της Αμερικής
2. το ουδ. ως ουσ. γένος υμενόπτερων Εντόμων).