δευτερέσχατος
From LSJ
Κόλαζε τὸν πονηρόν, ἄνπερ δυνατὸς ᾖς → Malum castiga, maxime si sis potens → Den Schurken strafe, wenn du dazu fähig bist
English (LSJ)
ον,
A last but one, Heliod. ap. Orib.46.11.23.
German (Pape)
[Seite 553] der weitletzte, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
δευτερέσχατος: -ον, ὁ προτελευταῖος, Ἡλιόδ. (Ἀρχ. Χειρουρ. σ. 94).
Spanish (DGE)
-ον penúltimo Orib.46.11.23.
Greek Monolingual
δευτερέσχατος, -η, -ον (Α)
ο προτελευταίος.