διαγώνισμα
From LSJ
ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope
το
1. ο διαγωνισμός
2. το γραπτό δοκίμιο διαγωνισμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελλ. ξέν. όρου
πρβλ. γαλλ. concours. Η λ. μαρτυρείται στον Αδ. Κοραή].