διαρρωγή

From LSJ
Revision as of 06:40, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile

Menander, Monostichoi, 259
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαρρωγή Medium diacritics: διαρρωγή Low diacritics: διαρρωγή Capitals: ΔΙΑΡΡΩΓΗ
Transliteration A: diarrōgḗ Transliteration B: diarrōgē Transliteration C: diarrogi Beta Code: diarrwgh/

English (LSJ)

ἡ,

   A gap, interstice, left in applying a bandage, Hp.Art. 35.

Greek (Liddell-Scott)

διαρρωγή: ἡ, χάσμα, διάστημα ἀφεθὲν κατὰ τὴν ἐφαρμογὴν ἐπιδέσμου, Ἱππ. Ἄρθρ. 822.

Greek Monolingual

διαρρωγή, η (Α)
χάσμα, κενό που αφήνεται κατά την επίδεση με επίδεσμο.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

διαρρωγή -ῆς, ἡ [διαρρήγνυμι] spleet.