δίφωνος

From LSJ
Revision as of 18:48, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

πάντες ἄνθρωποι τοῦ εἰδέναι ὀρέγονται φύσει → all men naturally desire knowledge

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δίφωνος Medium diacritics: δίφωνος Low diacritics: δίφωνος Capitals: ΔΙΦΩΝΟΣ
Transliteration A: díphōnos Transliteration B: diphōnos Transliteration C: difonos Beta Code: di/fwnos

English (LSJ)

ον,

   A speaking two languages, Philist.62, D.S.17.110.

German (Pape)

[Seite 645] zweistimmig, zwei Sprachen redend; D. Sic. 17, 110; Pol. 2, 111; zwiefach lautend, E. M. 334, 41.

Greek (Liddell-Scott)

δίφωνος: -ον, ὁμιλῶν δύο γλώσσας, δίγλωσσος, Φίλιστος Ἀποσπ. 62, Διόδ. 17. 110.

Spanish (DGE)

-ον
bilingüe ὄντες γὰρ οὗτοι δίφωνοι D.S.17.110, cf. Philist.72, Peripl.M.Rubri 20, Hsch.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM δίφωνος, -ον)
νεοελλ.
μουσ. (για τραγούδι) αυτό που τραγουδιέται με δύο φωνές
αρχ.
αυτός που μιλά δύο γλώσσες, δίγλωσσος.

Russian (Dvoretsky)

δίφωνος: говорящий на двух языках, двуязычный Diod.