δρυοπαγής

From LSJ
Revision as of 08:04, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

ἕως τοῦ ἔξω τόπου περισπᾶται → be drawn away and expanded

Source

German (Pape)

[Seite 669] ές, aus Holz zusammengefügt; στόλος oder στύλος Soph. frg. 629; VLL. ὁ δρύϊνος πάσσαλος.

Greek (Liddell-Scott)

δρυοπᾰγής: -ές, ἐκ ξύλων δρυὸς κατεσκευασμένος, Σοφ. Ἀποσπ. 629, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 743.

Spanish (DGE)

(δρυοπᾰγής) -ές hecho de madera στόλος S.Fr.702.

Greek Monolingual

δρυοπαγής, -ές (AM)
δρύινος.

Russian (Dvoretsky)

δρυοπᾰγής: сколоченный из дерева (στόλος Soph.).