δυσανάσχετος

From LSJ
Revision as of 18:44, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

τὰ ἡμίσεα πάσης τῆς οὐσίης ἐξαργυρώσαντα → turn half of my property into silver

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῠσανάσχετος Medium diacritics: δυσανάσχετος Low diacritics: δυσανάσχετος Capitals: ΔΥΣΑΝΑΣΧΕΤΟΣ
Transliteration A: dysanáschetos Transliteration B: dysanaschetos Transliteration C: dysanaschetos Beta Code: dusana/sxetos

English (LSJ)

ον,

   A hard to bear, intolerable, ὕβρεις Ph.2.92; κήδη Phleg.Macr.4, cf. Dsc. Eup. 1.235, Porph.Abst.3.20: poet. δῠσανα-άνσχετος A.R.2 272.    II Act., bearing hardly, in Adv. -τως, ἔχειν A.D.Synt.218.9, cf. Poll.3.130.

German (Pape)

[Seite 675] schwer zu ertragen, unerträglich; Poll. 3, 130 u. Sp.; δυσανασχέτως ἔχειν, = vorigem, Poll. a. a. O.

Greek (Liddell-Scott)

δυσανάσχετος: -ον, ὃν δυσκόλως ὑποφέρει τις, ἀφόρητος, ἀνυπόφορος, Χρησμ. Σιβυλλ. 8. 175· ποιητικός τις τύπος δυσάνσχετος ἀπαντᾷ ἐν Ἀπολλ. Ροδ. Β. 272. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ μετὰ δυσκολίας ὑποφέρων τι, τινός. ‒ Ἐπίρρ. -τως, Πολυδ. Γʹ, 130.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
difficile à supporter.
Étymologie: δυσ-, ἀνέχω.

Spanish (DGE)

-ον

• Alolema(s): poét. δυσανσχ- A.R.2.272
1 difícil de soportar, difícilmente tolerable ὀδμή A.R.l.c., ὕβρεις Ph.2.92, κήδη Orác. en Phleg.37 (p.1188), cf. IG 9(2).1104.17 (I a.C.), Dsc.Eup.1.235, Porph.Abst.3.20.
2 adv. -ως en forma difícilmente soportable προσφωνούμενοι διὰ τῆς ἀντωνυμίας δ. ἔχουσιν llevan mal ser llamados por el pronombre en lugar de por su nombre propio, A.D.Synt.218.9, cf. Poll.3.130, Sch.Pi.N.7.62a.

Greek Monolingual

δυσανάσχετος και δυσανάνσχετος, -ον (Α)
ο μη ανεκτός, ο ανυπόφορος.

Greek Monotonic

δυσανάσχετος: -ον, ανυπόφορος, αφόρητος.