δυνάμωμα
From LSJ
Λήσειν διὰ τέλους μὴ δόκει πονηρὸς ὤν → Latere semper posse ne spera nocens → Gewiss nicht immer bleibst als Schuft du unentdeckt
Greek Monolingual
το (Μ δυνάμωμα) δυναμώνω
1. το να δυναμώνει κάποιος ή κάτι, ισχυροποίηση, ενίσχυση
2. αύξηση, ένταση.
Translations
strengthening
Armenian: ամրապնդում; Bulgarian: усилване; Dutch: versterking; Greek: δυνάμωση, ενδυνάμωση, δυνάμωμα; Ancient Greek: δυνάμωσις, ἐνδυναμία, ἐνδυνάμωσις, ἐνίσχυσις, ἐπίρρωσις, ἰσχυροποίησις, κράτησις, ῥῶσις; Italian: potenziamento, rafforzamento; Norwegian Bokmål: forsterkning; Nynorsk: forsterkning; Polish: wzmacniająca; Spanish: reforzamiento, refuerzo, fortalecimiento