εἰστρέχω

Revision as of 22:32, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

aor. I subj.

   A εἰσθρέξωσιν Lyc.1163 : aor. 2 -έδρᾰμον Th. 4.67, Theoc.13.24 : pf. εἰσδεδράμηκα Men.Sam.146 :—run in, Th. l.c.; εἰσέδραμε Φᾶσιν, of a ship, Theoc. l.c. ; ἡ θεὸς (sc.ποδάγρα) διὰ ποδῶν εἰ. Luc.Ocyp.Praef.

German (Pape)

[Seite 746] (s. τρέχω), hineinlaufen; ἐςέδραμον Thuc. 4, 67; ἐςδράμοιεν 4, 111; Φᾶσιν εἰσέδραμε, vom Schiffe, Theocr. 13, 23; den aor. εἰσθρέξωσιν hat Lycophr. 1163.

Greek (Liddell-Scott)

εἰστρέχω: μέλλ. -δρᾰμοῦμαι, ἀόρ. β΄ -έδρᾰμον: - τρέχω ἐντὸς εἰς, Πλαταιῆς τε καὶ περίπολοι ἐσέδραμον Θουκ. 4. 67· βαθὺν δ’ εἰσέδραμε Φᾶσιν, ἐπὶ πλοίου, Θεόκρ. 13. 23.

French (Bailly abrégé)

anc. att. ἐστρέχω;
f. εἰσθρέξομαι, ao.2 εἰσέδραμον;
1 courir ou se précipiter dans;
2 courir sur ou vers.
Étymologie: εἰς, τρέχω.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): ἐσ- Th.4.67

• Morfología: [aor. ind. -έδραμον Th.l.c., Theoc.13.23, subj. 3a plu. εἰσθρέξωσιν Lyc.1163; perf. εἰσδεδράμηκα Men.Sam.361]
1 de pers. entrar corriendo, apresuradamente c. εἰς y ac. εἰς τὸ πρυτανεῖον Ar.Eq.281, εἰς τὸ δωμάτιον Hld.1.17.3, εἰς τὸν θάλαμον Hld.7.9.4, c. adv. rel. ἐσέδραμον οὗ νῦν τὸ τροπαῖόν ἐστι Th.l.c., εἴσω Men.Sam.361, cf. 252, c. ac. de direcc. δόμους Lyc.l.c., τὸν τοῦ Βαὰλ οἶκον I.AI 9.154, c. compl. sobrentendido por cont. ἀπολαβεῖν τοὺς εἰστρέχοντας πολεμίους detener a los enemigos que entran precipitadamente en la ciudad, Aen.Tact.39.4, εἰσδραμοῦσα entrando deprisa, Act.Ap.12.14, cf. Babr.31.18, Erot.Fr.Pap.Chion.(?) p.308, Ach.Tat.1.7.3
de barcos entrar velozmente, dirigirse velozmente hacia εἰς τὸν λιμένα Plb.1.44.6, c. ac. de direcc. βαθὺν δ' εἰσέδραμε Φᾶσιν la nave Argo, Theoc.l.c.
fig., c. ac. de pers. entrar en, apoderarse de πάθος ... διακένου δόξης εἰσδεδράμηκέ τινα τῶν ... ἀποστόλων un sentimiento de vanagloria se ha apoderado de uno de los apóstoles Cyr.Al.Luc.1.89.19.
2 c. πρός y ac. de pers. acudir corriendo πρὸς τὴν μητέρα Polyaen.6.1.2, πρός με Ach.Tat.2.23.3, περίφοβος εἰσέδραμε πρὸς τὴν Καλλιρρόην Charito 2.7.2.

English (Strong)

from εἰς and τρέχω; to hasten inward: run in.

English (Thayer)

2nd aorist εἰσέδραμον; to run in: Thucydides, Xenophon, others.)

Greek Monolingual

εἰστρέχω (Α)
τρέχω σε ή μέσα.

Greek Monotonic

εἰστρέχω: μέλ. -δρᾰμοῦμαι, αόρ. βʹ -έδρᾰμον· τρέχω προς, σε Θουκ.· με αιτ., τρέχω μέσα, σε Θεόκρ.