εἰσώστη
Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch
English (LSJ)
ἡ,
A tomb, in pl., CIG2824 (Aphrodisias), JHS20.76 (Caria). (Prob. from ὠθέω, cf. ὑπώστη.)
Greek (Liddell-Scott)
εἰσώστη: ἡ, (ὀστέον) ὀστοθήκη, ὀστοδοχεῖον, Λατ. ossuarium, Συλλ. Ἐπιγρ. 2824. 13-2850· ἴδε Βοίκχ. σ. 535 καὶ πρβλ. ὑπώστη. - Πρβλ. καὶ Συναγ. Λεξ. Ἀθησ. Κουμανούδη ἐν λέξει.
Spanish (DGE)
-ης, ἡ
• Grafía: frec. graf. ἰσ-
nicho excavado en diversos puntos del conjunto funerario, sólo en inscrs. de Afrodisias ἡ σορὸς καὶ ἡ ὑποκειμένη αὐτῇ εἰ. REG 19.1906.256 (Afrodisias, imper.), cf. MAMA 8.568.11, 581.1, τὴν ὑπὸ τὴ σορῷ ἐν τῷ εἰδοφόρῳ εἰσώστην MAMA 8.560.8, ἡ ἰ. ἐστὶν ... ἡ ἐν τῷ βαθρικῷ REG 19.1906.265, τοῦ πλάτα ... σὺν ταῖς ἰσώσταις REG 19.1906.271, ἐν ταῖς ... εἰσώσταις ... ἐν μὲν τῇ κατωτέρᾳ δισωμάτῳ ... ἐν δὲ τῇ ἀνωτέρᾳ τῇ μοναξῇ CIG 2842.2 (todas Afrodisias III d.C.).