ὀστοδοχεῖον

From LSJ

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source

German (Pape)

[Seite 400] τό, Knochenbehälter (?).

Greek (Liddell-Scott)

ὀστοδοχεῖον: τό, δοχεῖον ὀστῶν, Γλωσσ.

Greek Monolingual

ὀστοδοχεῖον, τὸ (Α)
δοχείο εναπόθεσης οστών.