οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
[Seite 400] τό, Knochenbehälter (?).
ὀστοδοχεῖον: τό, δοχεῖον ὀστῶν, Γλωσσ.
ὀστοδοχεῖον, τὸ (Α)
δοχείο εναπόθεσης οστών.