ὑπώστη
From LSJ
English (LSJ)
ἡ, = εἰσώστη, CIG2667 (Halic.), Newton Halicarn. iip.710; also written ὑπόστη (q.v.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑπώστη: ἡ, = εἰσώστη, Συλλ. Ἐπιγρ. 2667, Newton’s Halicarn. 2, σ. 710.
Greek Monolingual
και ὑπόστη, ἡ, Α
1. τύμβος
2. οστεοθήκη κάτω από βωμό ή ανδριάντα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ὑπώστη / ὑπόστη, όπως και ο τ. εἰσώστη, είναι τ. αβέβαιης ετυμολ. Η σύνδεσή της με τη λ. ὀστοῦν παραμένει ανεπιβεβαίωτη].