ὑποξύω
From LSJ
ὁ ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends
English (LSJ)
[ῡ],
A scrape a little or below, λίθον, v.l. for ἀπο-, Dsc.5.141; ποταμὸς πέζαν ὑποξύων νάπης AP9.669 (Marian.); cf. D.P.61,385.
German (Pape)
[Seite 1228] wie ὑποξέω, ein wenig od. leicht schaben, ritzen, leicht daran hinstreifen u. berühren; ποταμὸς πέζαν πολήων D. Per. 61; θῖνας 385; ποταμὸς πέζαν νάπης ὑποξύων Marian. 3 (IX, 669).