έμπας

From LSJ
Revision as of 08:35, 27 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "εῑν" to "εῖν")

Greek Monolingual

ἔμπας και επικ. τ. ἔμπης και δωρ. τ. ἔμπαν και ἔμπα (Α)
επίρρ.
1. εν τούτοις, μ' όλα ταύτα («Ζεύς δ' ἔμπης πάντ' ἰθύνει»)
2. μολονότι, αν και («νῡν δ' ἔμπης κῆρες ἐφεστᾱσιν θάνατοιο, ἴομεν»)
3. πάντως, εν πάση περιπτώσει («μάλα γὰρ κεχολώσεται ἔμπης», Ιλ.
«ἔμπας τις αὐτήν ἄλλος ὤφελεν λαχεῖν», Αισχ.).