τοῖσι ἐμφανέσι τὰ μὴ γινωσκόμενα τεκμαιρόμενος → judge of the unknown by the known
A v. ἔνοσις.
[Seite 848] p. = ἔνοσις, Hesych.
ἔννοσις, η (Α)βλ. ένοσις.