ἐξανακτίζω
From LSJ
οἱ βάρβαροι γὰρ ἄνδρας ἡγοῦνται μόνους τοὺς πλεῖστα δυναμένους καταφαγεῖν καὶ πιεῖν → for great feeders and heavy drinkers are alone esteemed as men by the barbarians
English (LSJ)
A rebuild, πόλιν Tz.H.13.7.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξανακτίζω: κτίζω ἐκ νέου, «’ξανακτίζω», τὴν Σαμαρέων πόλιν ἐξανακτίσας Τζέτζ. Ἱστ. 13. 7.
Spanish (DGE)
reconstruir πόλιν Tz.H.13.1.
Greek Monolingual
και ξανακτίζω (Μ ἐξανακτίζω)
κτίζω εκ νέου, οικοδομώ και πάλι, κατασκευάζω κάτι («τὴν πόλιν ἐξανακτίσας», Τζέτζ.).