εξασφαλίζω

Revision as of 12:25, 15 February 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")

Greek Monolingual

(AM ἐξασφαλίζω) ασφαλίζω
1. καθιστώ ασφαλή, κατοχυρώνω
(«ἐξασφαλισάμενος τὰ καθ' αὐτόν», Φιλόδ.)
2. επιδιώκω ή κατορθώνω να προφυλάξω κάτι που μού ανήκει («εξασφαλίστηκα με υποθήκη»)
3. (σε παρωχημ. χρόνο) έχω τακτοποιήσει οικονομικά το μέλλον μου («είμαι εξασφαλισμένος», «έχω εξασφαλιστεί»)
μσν.- νεοελλ.
προφυλάσσω από βλάβη
μσν.
εμποδίζω («ἐξασφαλιζόμενος αὐτὸν τοῦ μὴ δῆσαι χεῑρας εἰς ἕτερον βαρβάτην», Κων. Πορφυρογ.).