πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me
οι, τα (AM ἑξήκονταΜ και ἑξήντα, οἱ, αἱ, τά)σύνολο έξι δεκάδωννεοελλ.1. το ουδ. ως ουσ. τα εξήντασυμβολική παράσταση του αριθμού εξήντα2. (για χρονολογίες και ηλικία) το εξηκοστό έτος.[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. εξήκοντα].