εξήκοντα

From LSJ

ὀψὲ θεῶν ἀλέουσι μύλοι, ἀλέουσι δὲ λεπτά → the millstones of the gods grind late, but they grind fine | the mills of God grind slowly, but they grind exceedingly small

Source

Greek Monolingual

οι, τα
βλ. εξήντα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Fεξ-ή-κοντα, όπου το -η- ερμηνεύεται αναλογικά προς τον τ. πεντήκοντα, πρβλ. και εβδομ-ήκοντα, ενενήκοντα. Το νεοελλ. εξήντα < εξήκοντα, πρβλ. πενήντα < πεντήκοντα.