εξοχότητα

From LSJ
Revision as of 08:45, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → Every inch of his stature is grace

Theocritus, Idylls, 30.3

Greek Monolingual

και εξοχότης, η (Μ ἐξοχότης)
1. η ιδιότητα του έξοχου, η ανωτερότητα, η υπεροχή
2. (ως τιμητικός τίτλος) «παρακαλώ την Εξοχότητά σου», «η Αυτού Εξοχότης».
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση ξεν. όρου (πρβλ. λατ. excellentia «υπεροχή»)].