ἐπικεκρυμμένως
From LSJ
γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose
English (LSJ)
Adv., (ἐπικρύπτω)
A mystcriously, Plot.3.9.1, Porph. Plot.15.
German (Pape)
[Seite 947] im Verborgenen, heimlich, Sp.
Greek Monolingual
ἐπικεκρυμμένως (Α)
επίρρ.
1. κρυφά, μυστικά, μυσταγωγικά
2. συγκεκαλυμμένα, υπαινικτικά.