επιμαχία
From LSJ
τὸν αὐτὸν ἔρανον ἀποδοῦναι → pay him back in his own coin, repay him in his own coin, pay someone back in their own coin, pay back in someone's own coin, give tit for tat, pay back in kind
Greek Monolingual
ἐπιμαχία, ἡ (Α) επίμαχος
1. αμυντική συνθήκη μεταξύ δύο κρατών για αμοιβαία βοήθεια σε περίπτωση που το ένα από τα δύο ή σύμμαχός του δεχθεί εχθρική επίθεση («...Κερκυραίοις μὲν ξυμμαχίαν μὴ ποιήσασθαι ὥστε τοὺς αὐτοὺς ἐχθροὺς καὶ φίλους νομίζειν... ἐπιμαχίαν δὲ ἐποιήσαντο τῇ ἀλλήλων βοηθεῖν, ἐάν τις ἐπὶ Κέρκυραν ἴῃ ἢ Ἀθήνας ἢ τοὺς τούτων συμμάχους», Θουκ.)
2. συμμαχία.